Οδηγός Επενδύσεων

Μάριος Γεωργιάδης, Πρόεδρος Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών Κύπρου
(CFA Society Cyprus)
Το πρώτο βήμα προς την δημιουργία ενός επενδυτικού χαρτοφυλακίου είναι η ετοιμασία ενός πλάνου βάσει του οποίου ο επενδυτής πρέπει να καθορίσει τους στόχους και περιορισμούς του. Η επένδυση είναι προσωπικό θέμα υπό την έννοια ότι σχετίζεται με τις προσωπικές περιστάσεις του επενδυτή. Πρέπει να καθορίσουν τους στόχους απόδοσης και ρίσκου που επιθυμούν να έχουν καθώς και τους περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται όπως η ανάγκη για ρευστότητα, φορολογικά θέματα και χρονικός ορίζοντας.
Οι στόχοι απόδοσης έχουν σχέση με το λόγο που γίνεται η επένδυση και τη χρήση και σκοπό της, καθώς και με τις προσδοκίες για απόδοση του επενδυτή.
Οι στόχοι ρίσκου έχουν σχέση τόσο με την ικανότητα του επενδυτή να αναλάβει περισσότερο ρίσκο (βάσει του επενδυτικού ορίζοντα) καθώς και την ανοχή του να αναλάβει ρίσκο που σχετίζεται με την ετοιμότητά του να αποδέχεται τις ψηλές διακυμάνσεις των τιμών (ιδιαίτερα των αρνητικών).
Ταυτόχρονα πρέπει να μετριαστούν οι περιορισμοί της επένδυσης όπως η ανάγκη ρευστότητας σε συχνά χρονικά διαστήματα ή σε μια μελλοντική περίοδο, πως η φορολογία επηρεάζεται η απόδοση μετά την αφαίρεση φόρων και ο χρονικός ορίζοντας που έχει ο επενδυτής. Συνήθως οι επενδύσεις πρέπει να έχουν μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, τουλάχιστο 4-5 χρόνια ώστε οι βραχυπρόθεσμες κινήσεις της αγοράς να μην επηρεάζουν τόσο την μακροπρόθεσμη απόδοση της επένδυσης.
Εφόσον ο επενδυτής καθορίσει το πιο πάνω πλάνο, τότε μπορεί να προχωρήσει να δημιουργήσει το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο. Η αξιολόγηση των πιο πάνω κριτηρίων θα καθορίσει εάν το προφίλ του χαρτοφυλακίου θα είναι χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού /ρίσκου. Η διαφορά των τριών αυτών κατηγοριών είναι συνήθως η κατανομή της επένδυσης στις δύο κύριες κατηγορίες ενεργητικού (asset classes) δηλαδή σε ομόλογα ή μετοχές. Ιστορικά οι ομολογιακοί τίτλοι (ΟΤ) χαρακτηρίζονται από χαμηλότερες αποδόσεις και χαμηλότερη διακύμανση τιμών σε σχέση με τους μετοχικούς τίτλους (ΜΤ) που μακροπρόθεσμα δίνουν ψηλότερη απόδοση αλλά έχουν και μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις τιμές τους.
Μια πολιτική συντηρητικού χαρτοφυλακίου χαμηλού ρίσκου θα είχε έκθεση 80 % σε ΟΤ και 20% σε ΜΤ, ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου μεσαίου ρίσκου σε 60% σε ΟΤ και 40% ΜΤ και επιθετικού χαρτοφυλακίου – υψηλής απόδοσης 20% σε ΟΤ και 80% σε ΜΤ. Τα ποσοστά μεταξύ των δύο κατηγοριών αποτελούν ένδειξη καθώς κυμαίνονται και λόγω της διακύμανσης των τιμών αλλά και ανάλογα της απόδοσης και ρίσκου που επιθυμεί ο κάθε επενδυτής.
Για τον Κύπριο επενδυτή με ποσό διαθέσιμο για επένδυση της τάξης των €200 χιλιάδων ευρώ υπάρχουν οι εξής επιλογές που μπορεί να μελετήσει.
Τα αμοιβαία κεφάλαια είναι από τις καλύτερες επιλογές (ΟΣΕΚΑ – UCITS) καθώς αποτελόύν συγκεντρωμένα κεφάλαια επενδυτών το οποία διαχειρίζονται επαγγελματίες διαχειριστές. Κύριο πλεονέκτημά τους είναι η διασπορά των επενδύσεών τους σε διάφορους ΟΤ και ΜΤ, με αποτέλεσμα η πολύ χαμηλή απόδοση ή χρεοκοπία ενός συγκεκριμένου οργανισμού να μην έχει σημαντική επίπτωση στην ολική απόδοση της επένδυσης. Οι διαχειριστές δημοσιοποιούν στοιχεία όσον αφορά το επενδυτικό προφίλ των ΑΚ, δηλαδή την κατανομή σε κατηγορίες ενεργητικού, ιστορικές αποδόσεις καθώς και τη γεωγραφική έκθεση των επενδύσεων τους. Είναι σημαντικό επίσης να υπάρχει και γεωργαφική διασπορά στο χαρτοφυλάκιο και να υπάρχει έκθεση σε χώρες όπως η Αμερική και η Ευρώπη, που έχουν ανεπτυγμένες και λειτουργικές κεφαλαιαγορές, σε αντίθεση με τον περιορισμό σε μια συγκεκριμένη χώρα με σχετικά μικρή κεφαλαιαγορά. Υπάρχουν διάφορα είδη ΑΚ που μπορεί να διαλέξει κάποιες όπως πχ τα index funds τα οποία σκοπός τους είναι να ακολουθούν την απόδοση συγκεκριμένου δέικτη αναφοράς πχ S&P500. Άλλα πλεονεκτήματα των ΑΚ είναι ότι είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα και δεν χρειάζεται μεγάλο ποσό για επένδυση σε αυτά. Εννοείται επίσης ότι δεν υπάρχει εγγύηση κεφαλαίου και η μεταβλητότητά τους εξαρτάται από το μείγμα επένδυσης σε ΟΤ και ΜΤ και από την πορεία / αποδόσεις των αγορών. Προσοχή πρέπει να δοθεί επίσης και στην αμοιβή διαχείρισης η οποία επηρεάζει την απόδοση των ΑΚ.
Η πρόσβαση σε ΑΚ έχει πλέον γίνει σχετικά εύκολο και οι ενδιαφέρομενοι θα πρέπει να απευθυνθούν στους χρηματοικονομικούς συμβούλους τους και να ζητήσουν τι επιθυμούν βάσει του επενδυτικού τους πλάνου. Εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς επίσης και διαχειριστές κεφαλαίων μπορούν να προσφέρουν είτε δικά τους προϊόντα /αμοιβαία κεφάλαια, είτε από τρίτους διαχειριστές του εξωτερικού.
Οι επενδυτές μπορούν να επενδύσουν κατευθείαν σε ΟΤ ή / και ΜΤ, όμως εδώ πρέπει να προσέξουν τη διασπορά της επένδυσής τους, καλύτερα να μην ξεπερνά το 5% η έκθεση σε κάθε ΜΤ, ενώ για ΟΤ μπορούν να έχουν περισσότερη συγκέντρωση εφ’όσον θεωρείται επένδυση με λιγότερο ρίσκο. Επένδυση όμως κατευθείαν σε συγκεκριμένους τίτλους προϋποθέτει περισσότερη παρακολούθηση των τίτλων αυτών και αφιέρωση χρόνου και έρευνα για την κάθε επένδυση στην οποία τοποθετούνται. Μεταξύ άλλων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ποιοτικά κριτήρια του κάθε τίτλου και είναι πιο ασφαλές τέτοιοι τίτλοι να ανήκουν σε σχετικά μεγάλους οργανισμούς με μακρόχρονη ιστορία σε ανεπτυγμένες οικονομίες.
Επίσης στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων που διανύουμε είναι δυσκολότερο να πετύχει κάποιος ικανοποιητικές αποδόσεις σε ομολογιακού τύπου επενδύσεις που είναι χαμηλότερου ρίσκου, ή και των καταθέσεων που διαχρονικά αποτελούσε την κύρια μορφή επένδυσης των Κυπρίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κυπριακά κρατικά ομόλογα για ιδιώτες έχουν καλύτερη απόδοση από τις καταθέσεις, δεν χρειάζονται τόσο σημαντικό κεφάλαιο για την αγορά τους και το κεφάλαιο είναι εγγυημένο καθώς επιστρέφεται στη λήξη τους, εφόσον δεν υποστεί κατάρρευση ο εκδότης φυσικά, δηλαδή το κράτος. Η αυξομείωση επιτοκίων επηρεάζει την τιμή τους στην αγορά στην περίπτωση που κάποιος χρειάζεται να ρευστοποιήσει, όμως αναλόγως των ομολόγων που κατέχονται υπάρχει και η επιλογή να υποβληθούν πίσω στον εκδότη/κράτος σε περίπτωση που χρειάζεται ρευστοποίηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φορολογία είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για ιδιώτες καθώς το τέλος αμυντικής εισφοράς στην πληρωμή των τόκων από κρατικά ομόλογα είναι μόνο 3%, ενώ από άλλες πηγές όπως οι καταθέσεις ή τα ομόλογα το τέλος αμυντικής εισφοράς είναι 30%.
Άλλη επιλογή για τον Κύπριο επενδυτή, ιδιαίτερα αν έχει σκοπό να συνεισφέρει περιοδικά /μηνιαία νέο κεφάλαιο στην επένδυση του αποτελούν επίσης τα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα τα οποία προσφέρουν παρόμοια κατανομή σε κατηγορίες ενεργητικού όπως τα ΑΚ και έχουν το πλεονέκτημα της φορολογικής έκπτωσης, μέχρι κάποιου ποσοστού, επί των εισοδημάτων του επενδυτή σε τέτοιο προϊόν.
Κλείνοντας εφ’ όσον η κάθε επενδυτής δημιουργήσει το πλάνο της, μπορεί να διαφοροποιήσει τα χαρτοφυλάκιό της με όλους τους προαναφερόμενους συνδυασμούς, με την επιλογή των ΑΚ να είναι πιθανόν ο πιο εύκολος και λιγότερο χρονοβόρος τόσο για τη δημιουργία όσο και την παρακολούθηση του. Η απόφαση του προφίλ και κατανομής μεταξύ κατηγοριών ενεργητικού αποτελεί την κύρια παράμετρο που θα διαμορφώσει το μεγαλύτερο μέρος της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου.